- μεταβάπτω
- και μεταβάφω και ματαβάφω (Α μεταβάπτω)δίνω σε κάτι άλλο χρώμα με βαφή, μεταβάλλω τον χρωματισμό κάποιου («αἱ μέν... φαρμάκοις ἐρυθραίνειν δυναμένοις... τοὺς πλοκάμους... ξανθῷ μεταβάπτουσιν ἄνθει», Λουκιαν.)νεοελλ.(στον τ. ματαβάφω) βάφω για δεύτερη φορά, ξαναβάφω.
Dictionary of Greek. 2013.